αποπρο

αποπρο
    ἀποπρό
    ἀπο-πρό
    I
    adv. далеко вперед Hom.
    II
    в знач. praep. cum gen. вдали от
    

(νεῶν Hom.; δωμάτων Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποπρο" в других словарях:

  • αποπρό — ἀποπρό επίρρ. (Α) 1. πολύ μακριά 2. (ως πρόθ.) μακριά από κάτι («ἀποπρὸ νεῶν, πατρίδος γαίας») …   Dictionary of Greek

  • ἀποπρό — afar off indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποπρονοσφίζω — ἀποπρονοσφίζω (Α) απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποπρό «μακριά από κάτι» + νοσφίζω «απομακρύνω»] …   Dictionary of Greek

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • πρόπροθι — Α επίρρ. πολύ εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπρό + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. απόπρο θι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»